διόπτρας

διόπτρας
διόπτρᾱς , διόπτρα
optical instrument
fem acc pl
διόπτρᾱς , διόπτρα
optical instrument
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Heron d'Alexandrie — Héron d Alexandrie  Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance …   Wikipédia en Français

  • Héron L'Ancien — Héron d Alexandrie  Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance …   Wikipédia en Français

  • Héron d'Alexandrie — Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance Ier siècle a …   Wikipédia en Français

  • Héron d'alexandrie —  Cet article concerne un savant grec. Pour les oiseaux échassiers, voir Héron. Héron d Alexandrie Naissance …   Wikipédia en Français

  • Герон — Александрийский Ήρων ο Αλεξανδρεύς Научная сфера: механика …   Википедия

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

  • διαθλάστης — ο [διαθλώ] 1. σώμα που προκαλεί τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας που διέρχεται από αυτό 2. είδος αστρονομικής διόπτρας …   Dictionary of Greek

  • διοπτρικός — ή, ό (AM διοπτρικός, ή, όν) [διόπτρα] Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόπτρα και τη χρήση της νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη διοπτρία ή τη διοπτρική 2. φρ. «διοπτρικό τηλεσκόπιο» αστρονομικό τηλεσκόπιο μόνο με φακούς, χωρίς κάτοπτρο II …   Dictionary of Greek

  • καθετόμετρο — Όργανο της φυσικής, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της κατακόρυφης απόστασης μεταξύ δύο τυχαίων σημείων, τα οποία δεν βρίσκονται στην ίδια κατακόρυφη γραμμή. Αποτελείται από μία ράβδο, τοποθετημένη κατακόρυφα με τη βοήθεια αλφαδιού και τριών… …   Dictionary of Greek

  • μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”